θεριστικά

θεριστικά
τα плата за жатву, косьбу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θεριστικά" в других словарях:

  • θεριστικά — θεριστικός of neut nom/voc/acc pl θεριστικά̱ , θεριστικός of fem nom/voc/acc dual θεριστικά̱ , θεριστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το θερισμό: Θεριστική μηχανή. 2. αυτός που προκαλεί το θάνατο σε πολλούς μαζί: Θεριστική βολή. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., θεριστικά έξοδα του θερισμού: Μου χρωστάει ακόμη τα θεριστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέριστρα — θέριστρα, τὰ (Α) τα έξοδα τού θερισμού, τα θεριστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + επίθημα τρα, πληθ. τού τρον (πρβλ. δίδακ τρα, εύρε τρα)] …   Dictionary of Greek

  • θεριστικός — ή, ό (ΑΜ θεριστικός, ή, όν) [θεριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θερισμό, ο χρήσιμος για θερισμό («θεριστική μηχανή») νεοελλ. 1. αυτός που εξολοθρεύει, που αποδεκατίζει («θεριστική βολή» η βολή που γίνεται με διαδοχικές γρήγορες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»